Η κορνίζα είναι ένα
ανεξάρτητο, κινητό αντικείμενο τέχνης, προσαρμοσμένο σε λειτουργική χρήση με
τον πίνακα και την επίπλωση του χώρου για τον οποίο προορίζεται. Υπόκειται σε
πολλές αλλαγές και μετακινήσεις που συντελούν συχνά στην πρόωρη φθορά του.
Η κορνίζα παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη σχέση της με το
έργο τέχνης.
Το αναδεικνύει, του δίνει μεγαλοπρέπεια και αξία, φορτίζει τα συναισθήματα του κοινού ή αντίθετα προβάλλει το έργο διακριτικά και μειώνει τις εντυπώσεις.
Μια εικόνα χωρίς
πλαίσιο μοιάζει απεριόριστη και κατά συνέπεια δύσκολη στην εκτίμηση της σαν
σύνολο, από το θεατή. Αν και μέχρι σήμερα έχει γραφτεί και μελετηθεί ιδιαίτερα
η ιστορία της ζωγραφικής, για την
ιστορία της κορνίζας διαθέτουμε ελάχιστα στοιχεία. Η γνώση μας για την
κατασκευή και την εξέλιξή της στο πέρασμα των αιώνων δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί
σε βάθος.
Η διαδικασία ένταξης και ταξινόμησης τού είδους ανάλογα με
τη ζωγραφική τεχνοτροπία και το στυλ επίπλωσης της κάθε εποχής, παρουσιάζει
αρκετές δυσχέρειες αλλά θεωρείται πρωταρχικής σημασίας. Ο αριθμός των ιστορικά
αυθεντικών καταγεγραμμένων κορνιζών
είναι εξαιρετικά μικρός.
Ας σημειωθεί ότι ακόμη και σε μνημειακά έργα -παλάτια, εκκλησίες, επαύλεις- σπάνια διατηρήθηκαν οι αυθεντικές κορνίζες. Ελάχιστα
επίσης είναι και τα μουσεία με ταξινομημένη συλλογή στο είδος.
Η έρευνα της αυθεντικότητας απαιτεί μία σημαντική διαδικασία με αποτέλεσμα να έχει εφαρμοστεί στο ελάχιστο ποσοστό των περιπτώσεων.
Σε πολλά δημιουργήματα διαπιστώνονται συγκεκριμένες
κατασκευαστικές απαιτήσεις, σύμφωνα με την ιδιαίτερη χρήση των πινάκων:
αναμνηστικές πλάκες, εικόνες τάματος, επιτάφιοι, αντικείμενα προσευχής.
Έτσι, αποκαλύπτεται η προηγούμενη χρήση και λειτουργία στη σχέση εικόνας–κορνίζας ή αλλαγές με μακροπρόθεσμη διάρκεια. Τα στοιχεία αυτά συντελούν στην αντίληψη ότι η κορνίζα σαν βασική υλιστική μορφή απέκτησε για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερης σημασίας νοήματα.
Στο πέρασμα των αιώνων, η κορνίζα θα αναπτύσσεται
ακολουθώντας τη δημιουργία των καινούργιων διακοσμητικών επινοημάτων που
γίνονται έγκυρα και αποδεκτά στην πορεία του χρόνου. Η ανάπτυξη των
εφαρμοσμένων τεχνών, με ποικιλία στοιχείων και ακριβών υλικών, οδήγησαν στην
εξέλιξη της διακόσμησης και των οικιστικών απαιτήσεων.
Η κορνίζα, σαν είδος ιστορικής εικαστικής παρουσίας χωρίς
επανάληψη, κατατάσσεται σε δύο κατηγορίες: τις «ιστορικές», προορισμένες για
μουσεία και συλλογές και τις «ειδικά σχεδιασμένες» κορνίζες με λειτουργικά
κριτήρια έναντι σ’ έναν πίνακα.
Η ιστορική έρευνα για τις πρώτες μορφές της κορνίζας,
αποκαλύπτει την επιρροή από τις αντίστοιχες Ελληνορωμαϊκές. Πλούσια διακοσμητικά πλαίσια εξαιρετικής ποικιλίας
συναντούμε στις πόρτες, τα παράθυρα και τις κολόνες. Το ότι οι αρχαίοι Ρωμαίοι κατάλαβαν τη σπουδαιότητα του
πλαισίου, το γνωρίζουμε από την Πομπηία,
όπου πολλές ζωγραφιές, αν και φιλοτεχνήθηκαν απ’ ευθείας πάνω στους τοίχους των
σπιτιών, είναι οριοθετημένες από κάθετες και οριζόντιες γραμμές χρωμάτων όπου
περιέχονται οι εικόνες και δίνουν έμφαση στο θέμα και το σχέδιο.
Αργότερα, η Μεσαιωνική
τέχνη θα δημιουργηθεί από την ανάμειξη στοιχείων (Ανατολικών, Γερμανικών
και Κέλτικων), μαζί με σχέδια της κλασσικής διακόσμησης των αρχαίων κτιρίων.
Η διακόσμηση των εκκλησιαστικών κτιρίων και οι κορνίζες
ποικίλλων γλυπτών έργων αποτελούν πολύτιμες πηγές πληροφόρησης για την
αφομοίωση και την επανερμηνεία των παραδοσιακών μορφών τους, χωρίς όμως να
είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν στις αρχές του Μεσαίωνα, η κορνίζα είχε τη
σύγχρονη έννοια.
Ο διάκοσμος των δωματίων αποτελείτο από τοιχογραφίες και
ζωγραφισμένα διαζώματα που πλαισιώνονταν από διακοσμητικές ταινίες. Ελάχιστοι
πίνακες σε χρήση κινητού επίπλου υπήρχαν, ενώ γλυπτές ή ζωγραφισμένες κορνίζες
στόλιζαν τις μεσαιωνικές μινιατούρες και τα ταμπλώ.
Στα μεμονωμένα έργα, οι τεχνικές ζωγραφικής θα αναπτυχθούν
γρήγορα. Τα μεσαιωνικά πλαίσια αποτελούν προέκταση της ζωγραφικής αφού ήταν
σχεδιασμένα πάνω στις ίδιες ξύλινες επιφάνειες. Οι καμπύλες και οι θολωτές
εξωτερικές όψεις αυτών των κορνιζών απηχούν τη Γοτθική αρχιτεκτονική για την
οποία προορίζονταν. Η πλούσια διακόσμηση τους περιείχε θρησκευτικά σύμβολα και
μοτίβα που ενδυνάμωναν το αίσθημα της πίστης και καθόριζαν βασικούς τύπους
εικονογραφικής παρουσίασης με ποικίλες ερμηνείες. Τα ανεξάρτητα μεμονωμένα έργα
εμφανίστηκαν από τον 12ο αιώνα. Από τον 13ο αιώνα τα
μεσαιωνικά ταμπλώ τοποθετούνται πάνω στο ιερό και ανήκουν στα στοιχεία του
εκκλησιαστικού εξοπλισμού. Στόχος τους ήταν η παρουσίαση της «εκκλησίας» σε μία
απεικόνιση θεολογικά και λειτουργικά οργανωμένης.
Την ίδια εποχή η κορνίζα ακμάζει ιδιαίτερα καλύπτοντας με
το περίγραμμα τις προσόψεις, αετώματα, πόρτες και όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά
του εκκλησιαστικού κτιρίου. Οι βαμμένες επιφάνειες των πινάκων ήταν αρχικά μέρη
μιας συνολικής αισθητικής αρχιτεκτονικής αντίληψης που απέκτησε στη συνέχεια
ανεξαρτησία με διάφορες προοπτικές στη δομή του ιερού.
Οι κορνίζες στα μεγάλα τρίπτυχα, πολύπτυχα και πτυσσόμενα ιερά, διαμορφώνουν
από τα μέσα του 13ου αιώνα,
νέες αρχιτεκτονικές δομές.
Στον τομέα της ιδιωτικής λατρείας, οι μικρές ατομικές
εικόνες κυριαρχούν από τον 14ο
αιώνα. Η κορνίζα τους παρουσιάζει συνήθως σκαλίσματα σε τετραπλό σχήμα
επαναλαμβανόμενο σε πολλές σειρές.
Στο τέλος του 15ου
αιώνα και στις αρχές του 16ου
αιώνα, το πλαίσιο γίνεται πιο απλό ετοιμάζοντας μία νέα εποχή αισθητικών
αντιλήψεων.
Η Αναγέννηση
έφερε στην κορνίζα όπως και σε πολλές άλλες μορφές της τέχνης, μία νέα
εφευρετικότητα και υπεραφθονία. Πολλές Ιταλικές
Αναγεννησιακές κορνίζες είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες από τις αρχιτεκτονικές
λεπτομέρειες που επιδεικνύουν. Ο πλούτος τους και η ποικιλία των στοιχείων
παραλληλίζεται με τις λαμπρές ζωγραφιές που εμπεριέχουν.
Σ΄ ολόκληρη τη
διάρκεια του 15ου αιώνα
κυριαρχούν τα θρησκευτικά θέματα ζωγραφικής, με κορνίζες αναλόγου αξίας, που
προορίζονταν για τα συγκεκριμένα έργα και που συχνά η παραγγελία κατασκευής
τους δινόταν πριν τη φιλοτέχνηση του πίνακα.
Στις Κάτω Χώρες
όπου η τεχνική της προοπτικής είχε φτάσει αυτή την εποχή σε μεγάλο επίπεδο
ακμής, η ζωγραφική επιφάνεια αναμείχθηκε με την κορνίζα σ΄ ένα παιχνίδι
ψευδαίσθησης.
Κατά κανόνα, οι κατασκευαστές κορνιζών ήταν τεχνίτες,
κυρίως μέλη μεγαλύτερων εργαστηρίων. Έτσι οι κορνίζες με υπογραφή είναι σπάνιες και συναντώνται αργότερα με την ανάδειξη
του τεχνίτη σε καλλιτέχνη.
Για πρώτη φορά οι ενυπόγραφες
κορνίζες εμφανίζονται τον 18ο
αιώνα από τους επιπλοποιούς Infroit
και Levert. Πριν από αυτό υπήρχαν αναφορές
στις κατασκευές κορνιζών από αρχιτέκτονες ή γλύπτες σε περίτεχνες κορνίζες
ιερών αρχιτεκτονικού ύφους.
Οι Ιταλοί Αναγεννησιακοί τεχνίτες κορνιζών επηρέασαν τους
Γάλλους συναδέλφους τους, του 16ου
και 17ου αιώνα. Οι γαλλικές επαύλεις ήταν γεμάτες με
εξαιρετικά ζωγραφικά έργα μεγάλων
διαστάσεων, ύφους μπαρόκ, που
απαιτούσαν μια πλούσια, λαμπρή και περίτεχνη κορνίζα, αντίστοιχη της εσωτερικής
διακόσμησης.
Στην Αγγλία, η
ακμή της κορνίζας σημειώθηκε τον 17ο
αιώνα και μέχρι και τα μέσα του 18ου
αιώνα. Κορυφαίοι σχεδιαστές όπως ο Thomas
Chippendale και ο William Kent
έδωσαν νέες κατευθύνσεις. Ο πιο σπουδαίος ίσως ανάμεσά τους ήταν ο Grinling Gibbons,
ο οποίος με τις κορνίζες του με γύψο και ασβέστη, χαραγμένες με πουλιά, φρούτα
και λουλούδια και ανθοστεφανωμένες με ταινίες κυματίζουσες και ελικοειδείς,
έφερε λαμπρότητα και ομορφιά στην τέχνη της κορνίζας που ίσως δεν έχει ακόμη
ξεπεραστεί.
Οι αδελφοί Adam
σχεδίασαν επίσης έπιπλα και κορνίζες κατά τη διάρκεια του 18ου
αιώνα. Ο Robert Adam καινοτόμησε στο σχεδιασμό της
κορνίζας, όταν άρχισε να ενσωματώνει τις κορνίζες στον εσωτερικό σχεδιασμό των
σπιτιών. Οι κορνίζες του συμπλήρωναν επακριβώς τα στοιχεία των επίπλων που θα
στήνονταν κάτω από αυτές. Πεζούλια, βάσεις τραπεζιών καταλάμβαναν με ακρίβεια
τη σωστή αρχιτεκτονική φόρμα της κορνίζας από πάνω.
Στο πέρασμα του αιώνα το στυλ έγινε ελαφρύτερο και απλούστερο.
Η τάση προς τον Νεοκλασικισμό με τις
αυστηρές γραμμές βρέθηκε σε ένταση αντίθετη με τη λαμπρότητα του Μπαρόκ. Ιδιαίτερα
στη Γαλλία, θα επικρατήσει η
επίδραση της Αρχαίας Αιγύπτου με φύλλα λωτού, φοίνικες και άλλα ανατολικά
σύμβολα.
Το Αυτοκρατορικό στυλ
θα εκλαϊκευτεί από τον Ναπολέοντα, ο οποίος με δική του πρωτοβουλία αποφάσισε
τη μεταφορά αρκετών ζωγραφικών έργων στο Λούβρο, χωριστά από τις αυθεντικές
κορνίζες τους που τα συνταίριαζε με κορνίζες του τελευταίου αυτοκρατορικού
στυλ, όχι απαραίτητα με τα καλύτερα αποτελέσματα.
Η βιομηχανική επανάσταση θα εισάγει τη μαζική παραγωγή κορνιζών με μία ανιαρή συχνά ομοιομορφία στο
στυλ.
Στα τέλη του 19ου
αιώνα, ξέσπασε μία επανάσταση ενάντια στην τυποποίηση μεταξύ πολλών
καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και τεχνικών.
Οι Εμπρεσιονιστές
καλλιτέχνες, πρώτοι εκτίμησαν τη
χρησιμότητα της κορνίζας και αρκετοί ανάμεσά τους επέλεξαν ιστορικές κορνίζες
για τα έργα τους. Έτσι για μία ακόμη φορά, οι κορνίζες παράγονταν για
συγκεκριμένα ζωγραφικά έργα και η
συνεισφορά τους στην αξία ενός έργου τέχνης ήταν ορθά αναγνωρισμένη.
Οι Αμερικανικές
κορνίζες ακολουθούσαν τον ήσυχο ρυθμό ενός απλού στυλ.
Επεξεργάζονταν αρκετά ευρωπαϊκά σχέδια και εφάρμοσαν ένα
αναγνωρισμένο Αμερικανικό ύφος με εγχώρια ξυλεία, συχνά μη επιχρυσωμένη.
Τελικά, από τον 19ο και μετά, η προετοιμασία της πλαστικής
διακόσμησης χωρίστηκε από την ξυλουργική εργασία. Με τη χρήση του πεπιεσμένου χαρτιού και της επιχρύσωσης, η
φτηνότερη αναπαραγωγή των ξύλινων τύπων θα είναι εφικτή.
Στον αιώνα μας, δεν επικρατεί πια ένα υποχρεωτικό στυλ
εσωτερικής διακόσμησης που να απαιτεί αυστηρές αρχές ύφους από την κορνίζα. Τα
έργα κορνιζάρονται με αισθητικά κριτήρια ή σε σχέση μεταξύ τους. Η σημερινή
παραγωγή κορνίζας έχει ξεφύγει από τη χειροποίητη δημιουργία κάνοντας ένα
εντυπωσιακό πέρασμα στη βιομηχανική παραγωγή με συρρικνωμένες καλλιτεχνικές
φόρμες και δεδομένα σχέδια αναπαραγωγής.
Ταυτόχρονα, με την ανάπτυξη της Φωτογραφίας, ένα στυλ κορνίζας στερούμενο αφηρημένων
διακοσμητικών στοιχείων έχει γίνει αποδεκτό και δημοφιλές.
Σήμερα, οι κορνίζες συλλέγονται ανεξάρτητα από τον πίνακα
και εκτίθενται σαν μεμονωμένα έργα τέχνης.
Η ιστορική μοναδικότητα της κορνίζας μέσα από την
αυθεντικότητα της κατασκευής της, μας βοηθά στο να προσεγγίσουμε καλύτερα την
έννοια της εικόνας και του σχεδίου παρέχοντας παράλληλα έναν άριστο οπτικό
οδηγό της στυλιστικής τους ανάπτυξης και εξέλιξης μέσα στο χρόνο.
Αννίτα Πατσουράκη
Ιστορικός Τέχνης