
Η τέχνη δεν είναι
εμπόρευμα.
Είναι μνήμη, ταυτότητα και φωνή ενός λαού. Η ελληνική και η κυπριακή τέχνη,
γεννημένες στο σταυροδρόμι Ευρώπης, Ασίας και Ανατολής, κουβαλούν αιώνες
ιστορίας και πνευματικής συνέχειας.
Σήμερα όμως, αυτή η
κληρονομιά απειλείται.
Σκιώδη δίκτυα δημοπρασιών, κυκλώματα πλαστογραφιών και αδιάφοροι ενδιάμεσοι
έχουν διεισδύσει στη διεθνή αγορά έργων τέχνης. Γνήσια έργα Κυπρίων και Ελλήνων
δημιουργών πωλούνται στο εξωτερικό — στην Ευρώπη ή στην Αμερική — από οίκους
δημοπρασιών χωρίς την απαραίτητη γνώση, εμπειρία ή έλεγχο αυθεντικότητας.
Ακόμη χειρότερα, πλαστά ή κλεμμένα έργα διοχετεύονται
στις ίδιες αυτές αγορές, με αποτέλεσμα να εξαπατώνται συλλέκτες, να
καταστρέφονται φήμες και να διαλύεται η αλυσίδα της ιστορικής μας συνέχειας.
Αυτό που συμβαίνει δεν είναι απλώς εμπορικό λάθος —
είναι έγκλημα κατά της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Τα τελευταία χρόνια
παρατηρούμε όλο και περισσότερα έργα Κυπρίων και Ελλήνων καλλιτεχνών να
εμφανίζονται σε οίκους δημοπρασιών του εξωτερικού: Ιταλία, Γαλλία, Ελβετία,
Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία και Ηνωμένες Πολιτείες.
Πολλά από αυτά τα έργα δεν έχουν ελεγχθεί από
πιστοποιημένους ειδικούς της Ελλάδας ή της Κύπρου πριν εξαχθούν. Έτσι, έργα που
θα έπρεπε να αξιολογηθούν τοπικά, από γνώστες της σχολής, της τεχνικής και της
προέλευσης, πωλούνται ανώνυμα σε ξένες αγορές όπου η εξειδίκευση είναι
περιορισμένη.
Αυτό δημιουργεί
τεράστιο κίνδυνο για την κυκλοφορία
πλαστών, ψευδώς αποδιδόμενων ή ακόμη και κλεμμένων έργων, που
αποκτούν «νομιμότητα» μέσω της ίδιας της διαδικασίας της δημοπρασίας.
Στην Ευρώπη και στην
Αμερική δρα σήμερα ένα οργανωμένο
δίκτυο πλαστογράφων. Παράγουν έργα που μιμούνται γνωστούς
Κυπρίους και Έλληνες καλλιτέχνες, εκδίδουν ψεύτικα πιστοποιητικά, κατασκευάζουν
ανύπαρκτες προελεύσεις και τα διοχετεύουν μέσω οίκων δημοπρασιών ή διαδικτυακών
πλατφορμών.
Η απάτη βασίζεται σε
ένα γεγονός: οι περισσότεροι διεθνείς οίκοι
δεν διαθέτουν ειδικούς στην κυπριακή ή ελληνική τέχνη. Έτσι,
αποδέχονται έργα χωρίς πραγματικό έλεγχο, επιτρέποντας στο ψέμα να ντυθεί με
τον μανδύα του κύρους.
Μόλις ένα πλαστό ή
κλεμμένο έργο περάσει από δημοπρασία, αποκτά «νομιμοφανές» ιστορικό, το οποίο
ακολουθεί το έργο σε μεταπωλήσεις, ασφαλίσεις και μουσειακές συλλογές.
Χαρακτηριστικό και
τραγικό παράδειγμα αυτής της επικίνδυνης πραγματικότητας είναι η υπόθεση του κ. Δαραδήμου, ενός
Έλληνα συλλέκτη, ο οποίος ήταν ο νόμιμος
κάτοχος ενός σημαντικού έργου τέχνης.
Το έργο αυτό εκλάπη από την κατοχή του πριν
από δεκαετίες. Αντί να εντοπιστεί και να επιστραφεί, εμφανίστηκε προς πώληση σε οίκο δημοπρασιών στην
Ιταλία, χωρίς καμία ενημέρωση ή συναίνεση του ιδιοκτήτη.
Το έργο αγοράστηκε από Γάλλο συλλέκτη, ο οποίος — τριάντα
χρόνια αργότερα — δεν έχει
λάβει ακόμη νόμιμη κυριότητα, καθώς το έργο παραμένει
αντικείμενο διεκδίκησης.
Η υπόθεση Δαραδήμου
αποδεικνύει ότι οι οίκοι δημοπρασιών που λειτουργούν χωρίς πραγματική
εμπειρογνωμοσύνη και χωρίς αυστηρό έλεγχο προέλευσης, διατρέχουν τον κίνδυνο να καταστούν, άθελά τους ή
μη, συνεργοί εγκληματικών ενεργειών.
Η αμέλεια, σε τέτοιες
περιπτώσεις, μετατρέπεται σε συνυπευθυνότητα.
Κανένας οίκος
δημοπρασιών δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η άγνοια τον απαλλάσσει από ευθύνη.
Η διεθνής νομοθεσία — μέσω της Σύμβασης της
UNESCO (1970) και της Σύμβασης UNIDROIT (1995) — επιβάλλει σαφή υποχρέωση
στους εμπόρους τέχνης να ελέγχουν την προέλευση, την αυθεντικότητα και τη
νομιμότητα των έργων.
Όταν ένας οίκος
δημοπρασιών παραμελεί αυτή την υποχρέωση, συμβάλλει στην νομιμοποίηση της πολιτιστικής εγκληματικότητας.
Δεν υπάρχει ουδέτερη θέση. Η αμέλεια, όταν επιτρέπει την κυκλοφορία κλεμμένων ή
πλαστών έργων, γίνεται συνέργεια.
Η Ελληνική Ένωση Ειδικών Τέχνης, με
ενεργή παρουσία στην Κύπρο, έχει εδώ και χρόνια τονίσει ότι κανένα έργο ελληνικής ή κυπριακής προέλευσης δεν
πρέπει να πωλείται ή να εξάγεται χωρίς έλεγχο από πιστοποιημένο ειδικό.
Η τοπική γνώση — των
σχολών, των υπογραφών, των υλικών και των ιδιαιτεροτήτων κάθε καλλιτέχνη —
είναι αναντικατάστατη.
Η Ένωση διαθέτει μητρώο
διαπιστευμένων εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι μπορούν να παρέχουν αυθεντικές
αξιολογήσεις, τεχνικές εκθέσεις και πιστοποιήσεις που αποτρέπουν την κυκλοφορία
πλαστών ή αμφίβολων έργων.
Για να ανακοπεί αυτή η
επικίνδυνη τάση, απαιτούνται άμεσες ενέργειες:
Η παράνομη πώληση ή
πλαστογράφηση έργων τέχνης δεν είναι
αβλαβές αδίκημα.
Πλήττει τους συλλέκτες, υπονομεύει τους θεσμούς και κυρίως διαλύει την πολιτιστική μας ταυτότητα.
Όταν ένα έργο κυπριακής
ή ελληνικής τέχνης εξαφανίζεται ή νοθεύεται, δεν χάνουμε απλώς ένα αντικείμενο
— χάνουμε μια φωνή της ιστορίας μας.
Οι οίκοι δημοπρασιών
που αγνοούν τον έλεγχο και την τεκμηρίωση δεν είναι αθώοι θεατές. Είναι δίαυλοι νομιμοποίησης πολιτιστικών εγκλημάτων.
Η Ελληνική Ένωση Ειδικών Τέχνης απευθύνει
κάλεσμα προς όλους τους συλλέκτες, τα ιδρύματα και τους οίκους δημοπρασιών:
Αναλάβετε ευθύνη. Ζητήστε έλεγχο. Διαφυλάξτε την αυθεντικότητα.
Η υπόθεση του Δαραδήμου ας γίνει παράδειγμα και προειδοποίηση.
Μας θυμίζει ότι η αμέλεια κοστίζει δεκαετίες αδικίας, απώλειας και ντροπής.
Η τέχνη μας αξίζει
σεβασμό — όχι εκμετάλλευση.
Η πολιτιστική μας κληρονομιά δεν ανήκει στην αγορά, αλλά στην ιστορία και στη
συνείδηση του ελληνισμού.