Επιστροφή στα Νέα

Η Ιστορική και Αισθητική Αξία των Όπλων της Ελληνικής Επανάστασης

 

   

     Tου Νίκου Βασιλάτου-Διδάκτορα Ιστορίας-Επίτιμου Δικηγόρου

     

     Άρθρο από μέλος του Σωματείου, Νίκο Βασιλάτο.


   Στις αρχές του 19ου αιώνα η ελληνική ελευθερία κατακτήθηκε με τα όπλα, μετά από έναν σκληρό και αιματηρό πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου έχασαν τη ζωή τους πολλοί Έλληνες και πολλοί φιλέλληνες.


   Οι θυσίες των Ελλήνων, εντυπωσίασαν αλλά και συγκίνησαν ολόκληρο τον τότε πολιτισμένο κόσμο και κυρίως τους Ευρωπαίους που θεωρούσαν την σκλαβωμένη Ελλάδα ως την κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

   Τα μέσα αυτά του πολέμου της ανεξαρτησίας έμειναν στα χέρια των απογόνων των αγωνιστών, ως αιώνια τεκμήρια θυσίας και οικογενειακής υπερηφάνειας.

   Δεν είναι τυχαίο που ο Εθνικός μας Ύμνος σεβόμενος τον Αγώνα για την ελληνική αναγέννηση ξεκινάει με αναφορά στα όπλα του Αγώνα αυτού.


   Με την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης στην Ηπειρωτική Ελλάδα, όπλα έφεραν κυρίως οι Μανιάτες και οι Σουλιώτες οι οποίοι ήταν και έμπειροι στη χρήση τους.


   Ακόμα, όπλα έφεραν οι αρματολοί, οι οποίοι κατ’ ουσίαν υπηρετούσαν μέχρι τότε την οθωμανική εξουσία και οι κλέφτες, δηλαδή οι ανυπότακτοι στην οθωμανική εξουσία Έλληνες.

   Με άδεια των οθωμανικών αρχών, όπλα έφεραν επίσης οι κτηνοτρόφοι για να προστατεύσουν τα κοπάδια τους από αγρίμια και ζωοκλέφτες.


   Στα νησιά, τα πράγματα ήταν καλύτερα, η καταπίεση των Οθωμανών δεν ήταν τόσο έντονη και υπήρχε μεγαλύτερη ευημερία καθώς και πληροφόρηση για τα πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα της εποχής εκείνης, στην Ευρώπη.

   Μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), οι Έλληνες σήκωναν στα πλοία τους τη ρωσική σημαία και διέθεταν ρωσικά ναυτιλιακά έγγραφα, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να μην έχουν πλέον δικαιοδοσία πάνω σε αυτά.


   Αν μάλιστα οι νησιώτες ήθελαν να ναυπηγήσουν μεγαλύτερα από τα συνήθη ιστιοφόρα πλοία, άδεια ζητούσαν από τον Ρώσο διοικητή της Οδησσού χωρίς οι οθωμανικές αρχές να μπορούν να παρέμβουν.

   Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα με την έκρηξη της επανάστασης, οι επαναστατημένοι Έλληνες να διαθέτουν έναν αξιόλογο εμπορικό στόλο που αμέσως μεταβλήθηκε σε πολεμικό, αφού τα πλοία της εποχής εκείνης εκτός από πληρώματα εξοικειωμένα στη χρήση των όπλων, διέθεταν και πυροβόλα ικανά να προστατεύσουν τους επιβάτες και τα εμπορεύματα που μετέφεραν, από πειρατικές επιθέσεις, οι οποίες δεν ήταν σπάνιες εκείνη την εποχή, δεδομένου ότι η πειρατεία ενδημούσε στη Μεσόγειο, υπηρετούμενη ιδιαίτερα από πληθυσμούς της Βόρειας Αφρικής (περιώνυμοι ήταν οι Αλγερινοί πειρατές).


   Έτσι λοιπόν με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης κινητοποιήθηκαν περισσότεροι από 28.500 ναυτικοί και πλοία οπλισμένα με 6.000 πυροβόλα.

   Οι Έλληνες ναυτικοί διέθεταν και ένα άλλο τρομερό όπλο, τα πυρπολικά, τη χρήση των οποίων είχαν μάθει από τους Ρώσους κατά τη διάρκεια των ρωσο-τουρκικών πολέμων του 18ου αιώνα.

Βέβαια τα όπλα των αγωνιστών της Ηπειρωτικής Ελλάδας διέφεραν από εκείνα των ναυτικών.


   Στην Ηπειρωτική Ελλάδα το κύριο όπλο των αγωνιστών ήταν το καριοφίλι και οι καλύτερα οπλισμένοι διέθεταν μια ή δυο εμπροσθογεμείς πιστόλες και ένα γιαταγάνι ή μια ανατολίτικη σπάθη.


   Η διακόσμηση των όπλων ήταν ανάλογη με την οικονομική ευρωστία των ιδιοκτητών τους.


   Ασήμι και ορείχαλκος αποτελούσαν συνήθως την πρώτη ύλη των διακοσμήσεων και σπανιότερα χρυσός, ελεφαντόδοντο και ημιπολύτιμοι λίθοι.

   Πολλά από αυτά φέρουν πάνω στις επιφάνειες τους αξιόλογα έργα μικρογλυπτικής. Τα διακοσμητικά θέματα, οι ασχολούμενοι με τη διακόσμηση τους τα έπαιρναν κυρίως από τον φυτικό κόσμο, το ζωικό βασίλειο και από τον καθημερινό βίο των ανθρώπων αλλά και από την μυθολογία, ενώ δεν έλειπαν και τα γεωμετρικά σχέδια, πάντα όμως δημιουργημένα με συμμετρία και αισθητική αρμονία. Οι καλλιτέχνες προσεχτικά ακόμα φρόντιζαν οι χρωματικές αντιθέσεις να τονίζουν τα διακοσμητικά θέματα και ταυτόχρονα να δίνουν στα όπλα μια λαμπρή όψη.


   Περιώνυμοι για την πλαστικότητα και την καλαισθησία των έργων τους ήταν οι Ηπειρώτες αργυροχόοι. Από τους Ηπειρώτες αργυροχόους ξεχώριζαν ο Θανάσης Τσιμούρης, ο Ιωάννης Νταβαρούκας και ο Μπάφας.


   Οι ναυτικοί προμηθεύονταν τα όπλα τους από την Κωνσταντινούπολη και άλλες πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και γενικότερα της Μέσης Ανατολής αλλά και από την Ιταλία, την Ισπανία καθώς επίσης από την Μασσαλία της Νότιας Γαλλίας.


   Η διακόσμηση τους σε αντίθεση με τα όπλα των αγωνιστών της Ηπειρωτικής Ελλάδας σπάνια είχε πλούσιες διακοσμήσεις, διακρίνονταν όμως για μια λεπτή διακριτική αισθητική. Συνήθως, ο ένθετος και επίθετος άργυρος αποτελούσε την πρώτη ύλη των διακοσμήσεων, η οποία έδινε την ευκαιρία στους αργυροχόους να υπερβαίνουν τις καθιερωμένες αισθητικές και διακοσμητικές αξίες και να δημιουργούν έργα ιδιαίτερα καλαίσθητα τα οποία κινητοποιούν ακόμα και σήμερα την αισθητική απόλαυση.


   Στα τέλη του 19ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα οργανώθηκαν εκθέσεις με θέμα τα όπλα του Αγώνα οι οποίες πάντα κέντριζαν το ενδιαφέρον των επισκεπτών και δημιουργούσαν αισθήματα συγκίνησης για την ιστορική αξία τους και εντυπωσιασμού για τη διακοσμητική αξία τους.


«Το ελληνόπουλο ξιφουλκεί», έργο ρομαντικού ύφους του Γάλλου ζωγράφου A. Colin (1798-1873), Μουσείο Μπενάκη.


Ο Δημήτριος Μαυρομιχάλης αναρτά τη σπάθη του, χαρακτικό του L. Dupré (1789-1837), Ιδιωτική Συλλογή.


Σουλιώτης με τα πατροπαράδοτα όπλα του, χαρακτικό του L. Dupré (1789-1837), Μουσείο Μπενάκη.


Φυτικό σύμπλεγμα από τη διακόσμηση όπλου της εποχής της Ελληνικής Επανάστασης, Μουσείο Μπενάκη.

*Οι εικόνες αποτελούν τμήμα της δημοσιευμένης έρευνας του συγγραφέα για τα όπλα της  Ελληνικής Επανάστασης και της οθωνικής εποχής, που έγινε κατ’ εντολή  της Ακαδημίας Αθηνών.